- ψῆλον
- ψάλλωpluckaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιόνιο(ν) — το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) [κίων] (υποκορ. τού κίων) μικρός κίονας μσν. 1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.) 2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας αρχ. κεντρικός άξονας γύρω από τον… … Dictionary of Greek